- δρυψογέρων
- δρυψογέρων, ο (Α)ακόλαστος, ανήθικος γέρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δρυψογέροντας — δρυψογέρων worn out old man masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek